- ξεσκουφώνω
- 1. αφαιρώ τον σκούφο, το καπέλο, το κάλυμμα τής κεφαλής κάποιου2. (συν. το μέσ.) ξεσκουφώνομαιβγάζω τον σκούφο μου, το καπέλο μου, αποκαλύπτομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε)-* + σκούφος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξεσκουφώνω — ξεσκούφωσα, ξεσκουφώθηκα, ξεσκουφωμένος 1. μτβ., αφαιρώ το σκούφο κάποιου. 2. το μέσ., ξεσκουφώνομαι αφαιρώ, βγάζω το σκούφο μου, αποκαλύπτομαι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεσκούφωμα — το [ξεσκουφώνω] η αφαίρεση τού σκούφου, τού καπέλου … Dictionary of Greek
ξεσκούφωτος — η, ο [ξεσκουφώνω] ξέσκουφος … Dictionary of Greek